- εκκάω
- βλ. εκκαίω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκκαίω — (AM ἐκκαίω, Α και ἐκκάω) 1. καίω εντελώς, κατακαίω 2. εξάπτω, διεγείρω αρχ. μσν. ανάβω αρχ. 1. προκαλώ, εντείνω την περιέργεια 2. παρακινώ 3. καψαλίζω 4. (για δίψα) ξεραίνω, στεγνώνω … Dictionary of Greek